πρόσεργον

πρόσεργον
πρόσεργον
earnings
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόσεργον — τὸ, Α βλ. πρόσεργος …   Dictionary of Greek

  • πρόσεργος — ον, Α 1. αυτός που προσφέρει ακόμη περισσότερο έργο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόσεργον α) κέρδος από χρήματα, τόκος β) έκτακτη, πρόσθετη εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἔργον (πρβλ. πάρ εργον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”